σμιλιγλύφος

σμιλιγλύφος
-ον, Α
αυτός που γλύφει ή χαράσσει με σμίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο-γλύφος. Το -ι- τοῦ α' συνθετικού είναι πιθ. αναλογικό προς άλλους τ. (πρβλ. πυκι-μηδής) ή προέρχεται από το υποκορ. σμιλίον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμιλιγλύφοις — σμιλιγλύφος chiselling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”